- μακροθυμία
- ἡ μακροθυμία ≃ долготерпение
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
μακροθυμία — μακροθυμίᾱ , μακροθυμία long suffering fem nom/voc/acc dual μακροθυμίᾱ , μακροθυμία long suffering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροθυμίᾳ — μακροθυμίᾱͅ , μακροθυμία long suffering fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροθυμία — η (AM μακροθυμία, Α ιων. τ. μακροθυμίη) [μακρόθυμος] 1. υπομονή, ανοχή, ανεκτικότητα («ἄνθρωπος ὢν μηδέποτε τὴν ἀλυπίαν αὐτοῡ παρὰ θεῶν, ἀλλὰ τὴν μακροθυμίαν», Μέν.) 2. επιείκεια, μεγαλοψυχία («ἐν μακροθυμίᾳ εὐοδίᾳ βασιλεῡσι», ΠΔ) … Dictionary of Greek
μακροθυμία — η υπομονή, ανεκτικότητα, επιείκεια: Η μακροθυμία είναι η σημαντικότερη αρετή της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακροθυμίας — μακροθυμίᾱς , μακροθυμία long suffering fem acc pl μακροθυμίᾱς , μακροθυμία long suffering fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροθυμίαι — μακροθυμίᾱͅ , μακροθυμία long suffering fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροθυμίαν — μακροθυμίᾱν , μακροθυμία long suffering fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροθυμίαις — μακροθυμία long suffering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροθυμίης — μακροθυμία long suffering fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρόθυμος — η, ο (AM μακρόθυμος, ον, Μ και μακρύθυμος, ον) 1. υπομονητικός, ανεκτικός («κύριος ὁ Θεός... μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός», ΠΔ) 2. άκακος, αμνησίκακος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακρόθυμον η μακροθυμία, η ανεκτικότητα. επίρρ... μακροθύμως… … Dictionary of Greek
ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… … Православная энциклопедия